Η Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγική Τεχνολογία (ART) είναι ένας ευρύς όρος για μια σειρά ιατρικών διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν τις αναπαραγωγικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Δεν μπορούν όλοι να αποκτήσουν παιδιά με φυσικό τρόπο. Με την ART, η επιστήμη παρεμβαίνει ώστε να προσφέρει σε αυτούς τους ανθρώπους μια επιλογή που αλλιώς δεν θα είχαν.
Ηθικά, πρόκειται για ένα πολύπλοκο ζήτημα, όπως κάθε προσπάθεια να ικανοποιηθεί τεχνητά το ένστικτο: οι θεραπείες γονιμότητας έχουν αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των πολύδυμων κυήσεων· η διέγερση των ωοθηκών μπορεί να έχει σοβαρές παρενέργειες· ένα παιδί που κύησε παρένθετη μητέρα μπορεί να επιθυμεί να τη γνωρίσει, παρά τη θέληση των νομικών του γονέων. Παράγοντες όπως αυτοί απαιτούν δύσκολες αποφάσεις.
Ελλείψει οποιασδήποτε ανωμαλίας, ένα ετεροφυλόφιλο ζευγάρι έχει περίπου 25% πιθανότητα σύλληψης σε κάθε εμμηνορυσιακό κύκλο. Το 60% των ζευγαριών επιτυγχάνει αυτόν τον στόχο εντός 6 μηνών, το 80% εντός ενός έτους και το 90%—εντός 18 μηνών.
Οι πιθανότητες επιτυχίας εξαρτώνται κυρίως από το σωστό χρονικό σημείο. Η ιδανική περίοδος για σύλληψη είναι το «παράθυρο γονιμότητας», που διαρκεί μερικές ημέρες γύρω από την ωορρηξία (περίπου δύο εβδομάδες πριν την έμμηνο ρύση). Το ωάριο επιβιώνει στη σάλπιγγα για 12 έως 24 ώρες—ο στόχος είναι να το γονιμοποιήσει κάποιο σπερματοζωάριο μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Το σεξ συνιστάται τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για τα ζευγάρια που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί.
Εάν περάσει ένας χρόνος χωρίς αποτέλεσμα, απουσία αντισύλληψης και παρά τη συχνή σεξουαλική επαφή, ήρθε η ώρα να εξετασθεί το ενδεχόμενο υπογονιμότητας. Σε αυτό το στάδιο γίνεται διαγνωστικός έλεγχος για να εντοπιστούν πιθανά αίτια. Ωστόσο, οι γιατροί αντιμετωπίζουν κάθε περίπτωση εξατομικευμένα και, ανάλογα με την κατάσταση, μπορεί να είναι δυνατό ή και ενδεδειγμένο να προηγηθεί η συμβουλευτική επίσκεψη.
Η υπογονιμότητα αφορά τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες, με πολλαπλά αίτια που κυμαίνονται από τη γενετική έως συγκεκριμένες ασθένειες ή επιλογές τρόπου ζωής. Είναι σημαντικό και για τα δύο μέλη να συμβουλευθούν γιατρό μαζί, ώστε να διερευνήσουν συνολικά πιθανά εμπόδια, να συζητήσουν συνήθειες ή καταστάσεις που δυσχεραίνουν τη σύλληψη, το ιστορικό υγείας και τις διαγνωστικές διαδικασίες γονιμότητας.
Για τους άνδρες, η αξιολόγηση γονιμότητας συνήθως περιλαμβάνει σπερμοδιάγραμμα (καταμέτρηση σπερματοζωαρίων, κινητικότητα, μορφολογία, όγκος και pH), και μπορεί να γίνει και βιοχημικός έλεγχος σπέρματος (για τη λειτουργία των επικουρικών γεννητικών αδένων).
Για τις γυναίκες, η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει αιματολογικές εξετάσεις (μέτρηση ορμονικών επιπέδων), υστεροσαλπιγγογραφία (ακτινογραφία μήτρας και σαλπίγγων) ή λαπαροσκόπηση.
Και για τα δύο φύλα μπορεί να διενεργηθούν έλεγχοι για χλαμύδια (ΣΜΝ που επηρεάζει τη γονιμότητα), υπερηχογράφημα, έλεγχος ορμονών ή καρυότυπος (για πιθανούς γενετικούς παράγοντες).
Σε κάποιες περιπτώσεις, αλλαγή τρόπου ζωής (διακοπή καπνίσματος/αλκοόλ, διαιτητικές προσαρμογές, ρύθμιση βάρους) μπορεί να βελτιώσει τη γονιμότητα. Σε άλλες, λύση μπορεί να αποτελέσει η χειρουργική αφαίρεση ινομυωμάτων ή ουλών ενδομητρίου που αλλοιώνουν τη μορφή της μήτρας, η αποκατάσταση απόφραξης σπερματικών πόρων ή η ρύθμιση ορμονών με αγωγή.
Η ART δεν είναι εύκολη υπόθεση—μπορεί να είναι συναισθηματικά δύσκολη, χρονοβόρα και δαπανηρή. Οι υποψήφιες μητέρες θα πρέπει να σταθμίσουν προσεκτικά τις επιλογές τους πριν αποφασίσουν επέμβαση.
Οι γυναικείες ορμόνες εκκρίνονται από τον υποθάλαμο, την υπόφυση και τις ωοθήκες. Ο υποθάλαμος εκκρίνει GnRH (γονναδοτροπίνη απελευθερωτικής ορμόνης), η υπόφυση γοναδοτροπίνες: ωχρινοτρόπο ορμόνη (LH) και θυλακιοτρόπο ορμόνη (FSH), και οι ωοθήκες παράγουν οιστρογόνα και προγεστερόνη. Η GnRH ρυθμίζει την έκκριση των γοναδοτροπινών, οι οποίες ελέγχουν την έκκριση οιστρογόνων και προγεστερόνης, ενώ τα οιστρογόνα αναστέλλουν την έκκριση GnRH, LH και FSH. Η διέγερση των ωοθηκών μπορεί να δράσει σε όλα τα επίπεδα.
Διακρίνονται δύο βασικοί τύποι διέγερσης ωοθηκών:
Στη θεραπεία διαταραχών ωορρηξίας, μπορεί να χορηγηθεί αντιοιστρογόνο—κιτρική κλομιφαίνη. Δεσμεύει τους υποδοχείς οιστρογόνων σε υποθάλαμο και υπόφυση και αποτρέπει την ελάττωση FSH και LH.
Τα αντιοιστρογόνα έχουν το πλεονέκτημα της χορήγησης από το στόμα και δεν απαιτούν τη στενή παρακολούθηση άλλων θεραπειών. Επίσης, ο κίνδυνος υπερδιέγερσης είναι μικρότερος. Για αυτό συστήνονται ως θεραπεία πρώτης επιλογής σε ανωοθυλακιορρηξία (καθόλου ωορρηξία) ή δυσ-ωορρηξία (ακανόνιστη ωορρηξία)—όταν παράγονται οιστρογόνα και η υπόφυση λειτουργεί.
Ωστόσο, τα αντιοιστρογόνα έχουν παρενέργειες, όπως διαταραχές όρασης, εξάψεις, πονοκέφαλο και αιμορραγία μεταξύ περιόδων. Αυξάνεται ο κίνδυνος πολύδυμης κύησης, αποβολής και εξωμητρίου κύησης.
Σε διέγερση πριν από εξωσωματική γονιμοποίηση ή τεχνητή σπερματέγχυση, η διαδικασία περιλαμβάνει δύο φάσεις: αρχικά εμποδίζεται η παραγωγή LH και FSH και επιτυγχάνεται πλήρης έλεγχος του κύκλου με αγωνιστές/ανταγωνιστές GnRH σε ενέσιμη μορφή.
Εάν δεν υπάρχει αποτέλεσμα μετά από μερικούς κύκλους, χορηγούνται ισχυρότερα φάρμακα—ουσιαστικά γοναδοτροπίνες που δρουν απευθείας στις ωοθήκες για την ανάπτυξη ωοθυλακίων. Και στις περιπτώσεις ανωοθυλακιορρηξίας υπόφυσης ή υποθαλάμου ακολουθείται αυτή η αγωγή.
Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται υποδόρια και μπορούν να αυτοχορηγηθούν. Οι γοναδοτροπίνες είναι αποτελεσματικότερες από την κλομιφαίνη, αλλά ο κίνδυνος συνδρόμου υπερδιέγερσης ωοθηκών και πολύδυμης κύησης είναι αυξημένος, γι’ αυτό απαιτείται συχνή υπερηχογραφική και ορμονική παρακολούθηση, καθώς και ακριβής ρύθμιση δόσεων.
Όταν αναπτυχθούν αρκετά ωοθυλάκια, χορηγείται στην υποψήφια μητέρα ένεση χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG), που προκαλεί ωορρηξία σε 32 έως 38 ώρες.
Οι γοναδοτροπίνες μπορούν να προκαλέσουν σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών, με πρησμένες και επώδυνες ωοθήκες ή, σε βαριές περιπτώσεις, αύξηση βάρους, κοιλιακό άλγος, έμετους και δύσπνοια.
Επιπλέον, αυξάνουν τις πιθανότητες για πολύδυμη κύηση. Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό πολύδυμων κυήσεων καταλήγει θετικά, αυτές θεωρούνται υψηλού κινδύνου. Η εγχειρητική μείωση εμβρύων αυξάνει τις πιθανότητες γέννησης υγιούς παιδιού αφαιρώντας ένα ή περισσότερα έμβρυα. Αν και μπορεί να είναι απαραίτητη λόγω επιπλοκών, παραμένει μια συναισθηματικά δύσκολη απόφαση.
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση (τεχνητή σπερματέγχυση) είναι μία σχετικά απλή διαδικασία σε τρία στάδια:
Η IUI εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ανεξήγητης υπογονιμότητας ή όπου το σπέρμα αδυνατεί να φτάσει στο ωάριο (π.χ. λόγω κακής ποιότητας σπέρματος, βλεννών ή ουλώδους ιστού ή απουσίας ωαρίου).
Ζευγάρια που δεν μπορούν να παρέχουν βιώσιμο σπέρμα—όπως υπογόνιμα ζευγάρια, λεσβιακά ζευγάρια, ή γυναίκες που επιθυμούν μητρότητα χωρίς σύντροφο—μπορούν να χρησιμοποιήσουν δότη. Όλο το σπέρμα δοτών ελέγχεται για λοιμώξεις και κληρονομικές παθήσεις. Όσοι δεν μπορούν να κυοφορήσουν χρησιμοποιούν παρένθετη μητέρα, πάντα μέσω της διαδικασίας.
Η IUI μπορεί να βοηθήσει και σε αλλεργία στο σπέρμα, που εκδηλώνεται με ερυθρότητα, οίδημα ή κάψιμο στη σεξουαλική επαφή. Η σπάνια αυτή κατάσταση επηρεάζει άνδρες και γυναίκες. Η χρήση προφυλακτικού προλαμβάνει τα συμπτώματα, ενώ υπάρχει και η μόνιμη αποευαισθητοποίηση. Για γυναίκες που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ανεχθούν την αλλεργία, η IUI είναι καλή επιλογή, αφού πρωτεΐνες που προκαλούν τη αντίδραση αφαιρούνται πριν τη διαδικασία.
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση είναι σχετικά ασφαλής. Ο κίνδυνος μόλυνσης είναι μικρός, μπορεί να εμφανιστεί κηλίδωση αλλά η αιμορραγία είναι ελάχιστη. Αν συνδυαστεί με διέγερση ωοθηκών, αυξάνεται ο κίνδυνος πολύδυμης κύησης.
Η IUI συνήθως δεν ενδείκνυται σε ήπια ενδομητρίωση, χαμηλό αριθμό ή κακή ποιότητα σπέρματος και ανεξήγητη υπογονιμότητα—σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι αποτελεσματική.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση αφορά τη γονιμοποίηση ωαρίων σε εργαστηριακό περιβάλλον—δηλαδή in vitro («σε δοκιμαστικό σωλήνα»). Η μέθοδος προτείνεται σε ζευγάρια που δεν ωφελούνται από άλλες, απλούστερες μεθόδους ART ή έχουν αποτύχει σε αυτές. Η IVF επιτρέπει και την παρένθετη κύηση: το ωάριο της υποψήφιας μητέρας γονιμοποιείται με το σπέρμα του υποψήφιου πατέρα και το έμβρυο κυοφορείται από την παρένθετη μητέρα.
Εάν όλα πάνε καλά, ένα έμβρυο θα εμφυτευθεί και θα ακολουθήσει κύηση. Τα ποσοστά επιτυχίας εξαρτώνται από παράγοντες όπως η ηλικία και ο τρόπος ζωής της υποψήφιας μητέρας, η αιτία της υπογονιμότητας, ο αριθμός εμβρύων που μεταφέρονται και πόσοι κύκλοι έγιναν.
Υπάρχουν κίνδυνοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Μπορεί να προκύψει πολύδυμη κύηση αν μεταφερθούν περισσότερα έμβρυα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού και χαμηλού βάρους γέννησης αυξάνεται.
Η χρήση ενέσιμων φαρμάκων γονιμότητας (όπως η hCG) μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών, με πρήξιμο και πόνο.
Το ποσοστό αποβολής μετά από IVF είναι γύρω στο 15–25%, σχεδόν ίδιο με των γυναικών που συλλαμβάνουν φυσικά.
Ενδέχεται να υπάρξουν επιπλοκές κατά την ωοληψία. Η χρήση βελόνας αναρρόφησης μπορεί να προκαλέσει αιμορραγία, μόλυνση ή βλάβη εντέρου, ουροδόχου κύστης ή αγγείου. Κίνδυνοι σχετίζονται και με την καταστολή και γενική αναισθησία.
2% έως 5% των γυναικών που υποβάλλονται σε IVF εμφανίζουν εξωμήτριο κύηση. Αυτό συμβαίνει όταν το γονιμοποιημένο ωάριο εμφυτεύεται εκτός μήτρας, συνήθως στη σάλπιγγα, πράγμα που απαιτεί άμεση θεραπεία.
Ο κίνδυνος συγγενών ανωμαλιών αυξάνεται όσο μεγαλώνει η μητέρα, ανεξαρτήτως μεθόδου σύλληψης. Γι' αυτό η IVF δεν συνιστάται για γυναίκες άνω των 40 ετών. Παρόμοιοι ηλικιακοί περιορισμοί ισχύουν και για δότες σπέρματος/ωαρίων.
Μπορείτε να παρακολουθείτε τον κύκλο σας με το WomanLog. Κατεβάστε το WomanLog τώρα:
Κατεβάστε το από το Google Play