Αν και η λέξη «σεξουαλικότητα» μας οδηγεί να σκεφτούμε την ερωτική πράξη, στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα από τις σεξουαλικές σχέσεις και την αναπαραγωγή ως βιολογική λειτουργία. Η σεξουαλικότητα είναι μια ολιστική έννοια που περιλαμβάνει τις σωματικές και ψυχο-συναισθηματικές ανάγκες της γυναίκας για αγάπη, οικειότητα και ευχαρίστηση· είναι ένα σύνολο συμπεριφορών που υιοθετούμε για να ικανοποιήσουμε αυτά που χρειαζόμαστε και επιθυμούμε, συμπεριφορές που ακολουθούν τόσο γραπτούς όσο και άγραφους νόμους. Ή που επιλέγουμε παρά τους νόμους αυτούς.
Ο όρος «ανθρώπινη σεξουαλικότητα» αναφέρεται στον τρόπο που οι άνθρωποι ταυτοποιούνται και εκφράζονται ως σεξουαλικά όντα που είναι όλοι οι άνθρωποι. Η σεξουαλικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Η αναγνώριση της δικής μας σεξουαλικότητας μάς βοηθά να εκφράζουμε αυθεντικά τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα αισθήματά μας, και καθιστά δυνατή τη σύνδεση με τους άλλους.
Για πολλές/πολλούς συγγραφείς, η σεξουαλικότητα αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ανθρώπινης ζωής—ξεκινώντας από την πρώιμη παιδική ηλικία και διαρκώντας πολύ πέρα από τα χρόνια της αναπαραγωγικής ηλικίας. Η σεξουαλικότητα δεν περιλαμβάνει μόνο τις σεξουαλικές σχέσεις, αλλά και τη σεξουαλική ταυτότητα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό—τον ερωτισμό, την ευχαρίστηση, την οικειότητα και την αναπαραγωγή.
Εκφράζουμε τη σεξουαλικότητά μας μέσα από τις σκέψεις, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες, τις πεποιθήσεις, τις στάσεις, τις αξίες, τις συμπεριφορές, τις πρακτικές, τους ρόλους, τις σχέσεις μας. Η σεξουαλικότητα διαμορφώνεται από πολλούς συνδυασμένους και διασταυρούμενους παράγοντες—βιολογικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς, ηθικούς, νομικούς, θρησκευτικούς, ιστορικούς και πνευματικούς.
Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα αποτελούσε βασικό θέμα ενδιαφέροντος των ανθρώπων από τα πρώτα βήματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Βρίσκουμε αποδείξεις για τον στοχασμό πάνω στη σεξουαλικότητα στην τέχνη των πρώτων πολιτισμών και στα αρχαιότερα γραπτά που κληρονομήσαμε ως πολιτιστική μας παρακαταθήκη.
Ένα γνωστό παράδειγμα είναι το Kama Sutra— ένα αρχαίο ινδικό σανσκριτικό κείμενο για τη σεξουαλικότητα, τον ερωτισμό και την ψυχική πληρότητα, γραμμένο μεταξύ 400 π.Χ. και 300 μ.Χ. (οι ακριβείς χρονολογίες παραμένουν άγνωστες καθώς οι ιστορικοί συνεχίζουν να ερευνούν την προέλευση αυτού του θεμελιώδους έργου).
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν εκτεταμένο οδηγό για την τέχνη του να ζούμε καλά, τη φύση της αγάπης, την εύρεση συντρόφου, τη διατήρηση της ερωτικής ζωής, καθώς και άλλες πλευρές που σχετίζονται με τις ηδονιστικές πτυχές της ανθρώπινης ζωής.
Μια μεγάλη ποικιλία σεξουαλικών συμπεριφορών απεικονίζεται επίσης στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη και λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένων των ετεροφυλοφιλικών και των ομοφυλοφιλικών σχέσεων, καθώς και του ομαδικού σεξ.
Αργότερα, η Χριστιανική Εκκλησία άσκησε τεράστια επιρροή στον τρόπο που οι δυτικές κουλτούρες αντιλαμβάνονται τη σεξουαλικότητα: εισήγαγε την έννοια του προπατορικού αμαρτήματος, εξύμνησε τη σεμνότητα και την αθωότητα στις γυναίκες, και υποστήριξε τη σεξουαλικότητα μόνο εντός των ορίων ενός θεσμικά εγκεκριμένου γάμου. Η σωματική έλξη θεωρούνταν ασήμαντη στην επιλογή συντρόφου· ο γάμος βασιζόταν σε υλικά συμφέροντα.
Ωστόσο, αυτή η στάση έχει εκληφθεί ως υποκριτική, αφού η σεξουαλικότητα, η επιθυμία και ο ερωτισμός είναι πάντα παρόντα, και ακόμη και όσες/όσοι δηλώνουν ότι μεταφέρουν το θέλημα του Θεού δεν είναι ανέγγιχτες/οι από αυτά.
Ακόμη και στον Μεσαίωνα, που αποκαλείται και Σκοτεινοί Χρόνοι, καλλιτέχνιδες/τες κατάφερναν να προσθέτουν ερωτικά στοιχεία σε απεικονίσεις αγίων, ενώ συγγραφείς διακωμωδούσαν τη ψεύτικη αγιοσύνη των ιερέων με πικρό χιούμορ.
Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα εμφανίστηκε πολύ αργότερα, μόλις τον 19ο αιώνα. Οι πρώτες έρευνες περιορίζονταν στην ταξινόμηση διαφόρων σεξουαλικών συμπεριφορών ως «φυσιολογικές» ή «μη-φυσιολογικές». Για παράδειγμα, η γυναικεία σεξουαλικότητα—η επιθυμία της γυναίκας για σεξουαλική απόλαυση—θεωρούνταν αφύσικη, ασθένεια. Ονομάστηκε «γυναικεία υστερία» και αντιμετωπιζόταν με «θεραπεία».
Οι μηχανικοί δονητές εφευρέθηκαν για να παρέχουν γεννητική μάλαξη που μπορούσε να προκαλέσει «παροξυσμό» και να ανακουφίσει προσωρινά τα συμπτώματα της «υστερίας», δηλαδή οι γιατροί βοηθούσαν γυναίκες με σεξουαλική απογοήτευση να φτάσουν σε οργασμό.
Μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα η επιστημονική κοινότητα σε Αμερική και Ευρώπη άρχισε να υποψιάζεται ότι οι γυναίκες μπορεί να έχουν φυσιολογικά σεξουαλική ορμή και επιθυμία για απόλαυση. Οι γυναίκες ανέκαθεν θεωρούνταν απλώς το πιο «σεβαστό» μέσο ικανοποίησης της ανδρικής επιθυμίας.
Τα κορίτσια μεγάλωναν πιστεύοντας ότι η παντρεμένη γυναίκα οφείλει να παρέχει ανακούφιση και σεξουαλική ευχαρίστηση στον σύζυγό της, καθώς και να του χαρίσει παιδιά. Η γυναικεία σεξουαλική επιθυμία αυστηρά ελεγχόταν ως «ανάρμοστη» και το σεξ εκτός γάμου αντιμετωπιζόταν ως αμαρτία.
Χάρη στον Σίγκμουντ Φρόυντ (1856–1939), τον «πατέρα της σύγχρονης ψυχολογίας», αυτή η άποψη καταρρίφθηκε. Μέσα από την παρατήρηση των ασθενών του, ο Φρόυντ κατέληξε πως τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες είναι σεξουαλικά όντα και ότι η σεξουαλικότητα αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη από πολύ μικρή ηλικία.
Σε αντίθεση με τα ζώα, η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι ερωτική—πολύ περισσότερα από ένα απλό αναπαραγωγικό ένστικτο. Εμείς διαμορφώνουμε συνειδητά και εξελίσσουμε τις συμπεριφορές που μας προσφέρουν σεξουαλική απόλαυση και διεγείρουν τις ερωτογενείς ζώνες, συμπεριλαμβανομένου και του νου.
Όπως αναπτύχθηκε η επιστήμη της ψυχολογίας, έτσι εξελίχθηκε και ο υποκλάδος της, η σεξολογία—η μελέτη της ανθρώπινης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Νέα γνώση συνεχίζει να προκύπτει, καταρρίπτοντας βαθιά, λανθασμένα στερεότυπα και προσφέροντας όλο και πιο σαφείς απαντήσεις σε ερωτήματα που μπορούν να σε βοηθήσουν να κατανοήσεις τη δική σου σεξουαλικότητα.
Αξίζει να θυμόμαστε πως διαφορετικές κουλτούρες και κοινωνίες εξακολουθούν να έχουν πολύ διαφορετικές στάσεις απέναντι στη σεξουαλικότητα—κάποιες είναι ανοιχτές και φιλελεύθερες, άλλες αυστηρά συντηρητικές, ενώ διάφορα ταμπού παραμένουν σχεδόν παντού. Όμως όπου κι αν ζεις και με όποιον κι αν συνδέεσαι, η κατανόηση της δικής σου σεξουαλικότητας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για επιτυχημένες και μακροχρόνιες σχέσεις.
Η υγιής σεξουαλικότητα σημαίνει να είσαι σωματικά υγιής αλλά, κυρίως, να μην πάσχεις από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Ταυτόχρονα, σημαίνει να καλλιεργείς θετική και σεβαστική στάση προς τη σεξουαλικότητα των άλλων και να συμβάλλεις στη δημιουργία ασφαλών, ευχάριστων σεξουαλικών εμπειριών χωρίς διακρίσεις ή βία.
Η σεξουαλικότητα συνδέεται επίσης με πολλά οφέλη για την υγεία που ξεπερνούν το υπνοδωμάτιο. Μια υγιής ερωτική ζωή:
Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι πολύπλοκη και μπορεί να διαφέρει έντονα από άτομο σε άτομο· ακόμα και το ίδιο πρόσωπο μπορεί να εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους ανά διαστήματα στη ζωή της. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι εξίσου ελκυστικοί για εμάς σεξουαλικά—αν απολαμβάνεις τη συντροφιά κάποιου ή τον/την βρίσκεις εμφανίσιμο/η, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θέλεις να έχεις οικειότητα μαζί του/της.
Οι σεξουαλικές σχέσεις μεταβάλλονται κι αυτές με τον χρόνο: το φλογερό πάθος μπορεί να εξελιχθεί σε συντροφικότητα, όπου η συναισθηματική οικειότητα έχει μεγαλύτερη σημασία από τη σωματική.
Η ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά δεν περιορίζεται στη σεξουαλική επαφή και μπορεί να είναι εκπληκτικά ποικιλόμορφη. Το σεξ μπορεί να βιώνεται μόνη, με σύντροφο ίδιου ή διαφορετικού φύλου ή και σε ομαδικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί ή και όχι να περιλαμβάνει συνουσία.
Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις αποτελούν επίσης φυσικό μέρος της σεξουαλικότητας—κάποιες γυναίκες κάνουν πράξη αυτά που φαντάζονται, ενώ άλλες δεν θα τα δοκίμαζαν ποτέ στην πραγματικότητα.
Κάποιες γυναίκες δεν αισθάνονται καθόλου σεξουαλική επιθυμία και είναι απόλυτα ευτυχισμένες με αυτό. Εφόσον αισθάνεσαι ικανοποίηση και άνεση με τη δική σου σεξουαλικότητα και σέβεσαι τις ανάγκες και τα όρια των άλλων, η προσωπική σου σεξουαλικότητα θεωρείται υγιής και φυσιολογική.
«Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ένα διαρκές πρότυπο ρομαντικής ή/και σεξουαλικής έλξης (ή συνδυασμός αυτών) προς άτομα του αντίθετου φύλου ή γένους [ετεροφυλοφιλία], του ίδιου φύλου ή γένους [ομοφυλοφιλία] ή προς άτομα και των δύο φύλων ή περισσότερων από ένα γένους [αμφιφυλοφιλία].» (από τη Wikipedia)
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια της ζωής. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί στη νεότητα να έχει ετεροφυλοφιλικό προσανατολισμό, ειδικά αν ζει σε κοινωνία που δεν αποδέχεται τις ομόφυλες σχέσεις. Αργότερα, μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι έλκεται αποκλειστικά από άτομα του ίδιου φύλου και να βρει τη δύναμη να το εκφράσει.
Αν η σεξουαλικότητα ήταν απλή υπόθεση, δεν θα υπήρχε τόση σύγχυση, ένταση και παρεξήγηση γύρω από το σεξ.
Μερικοί άνθρωποι νιώθουν άνετα με τη σεξουαλικότητά τους και δεν την αμφισβητούν ποτέ, ενώ άλλες/οι μπορεί να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους προσπαθώντας να κατανοήσουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα.
Δεν είναι σπάνιο κάποιο άτομο να γνωρίζει τις σεξουαλικές του επιθυμίες αλλά να μην τις εκφράζει ποτέ, αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές. Για άλλους, είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατο να αποδεχθούν οποιαδήποτε μορφή διαφορετικής σεξουαλικότητας. Όταν τέτοια άτομα αποτελούν την πλειοψηφία μιας κοινωνίας, οι σεξουαλικές μειονότητες υφίστανται εκτεταμένες/ποικίλες μορφές διακρίσεων—ακόμη και βίας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανς, μεσοφυλικοί) κοινότητας έχουν αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης, άγχους, εξαρτήσεων, αστεγίας, αυτοτραυματισμών και αυτοκτονικών σκέψεων.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις νέες/νέους της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που αποδέχονται τη σεξουαλικότητά τους και βιώνουν παρενόχληση ή εκφοβισμό στο σχολείο.
Αν εσύ ή κάποια κοντά σου περνάτε τέτοιες καταστάσεις, ή αν δυσκολεύεσαι με τη δική σου σεξουαλικότητα ή αντιμετωπίζεις διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού σου προσανατολισμού:
Μπορείς να παρακολουθείς την περίοδό σου με το WomanLog. Κατέβασε το WomanLog τώρα: